- τιμαριθμικός
- -ή, -ό, Ν [τιμάριθμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμάριθμο2. φρ. «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή»(οικον.) περιοδική προσαρμογή τού μισθού δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων καθώς και τών ημερομισθίων τών εργατών, αντίστοιχη με την περιοδική άνοδο τού τιμαρίθμου.επίρρ...τιμαριθμικά Νσε σχέση με τον τιμάριθμο.
Dictionary of Greek. 2013.