τιμαριθμικός

τιμαριθμικός
-ή, -ό, Ν [τιμάριθμος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τιμάριθμο
2. φρ. «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή»
(οικον.) περιοδική προσαρμογή τού μισθού δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων καθώς και τών ημερομισθίων τών εργατών, αντίστοιχη με την περιοδική άνοδο τού τιμαρίθμου.
επίρρ...
τιμαριθμικά Ν
σε σχέση με τον τιμάριθμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιμαριθμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός πού σχετίζεται με τον τιμάριθμο: Τιμαριθμική αύξηση μισθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”